αγχιστίνος

αγχιστίνος
ἀγχιστῑνος, -η, -ον (Α) [ἄγχιστος]
πυκνός, κατά σωρούς, ο ένας πάνω στον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀγχιστῖνος — close masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστῖναι — ἀγχιστῖνος close fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστῖνοι — ἀγχιστῖνος close masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά …   Dictionary of Greek

  • ἀγχιστίνη — ἀγχιστί̱νη , ἀγχιστῖνος close fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”